Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πῦρ
πυρά
πυράγρη
πυρακτέω
πυργηδόν
πύργος
πυργόω
πυρετός
πυρή
πυρηφόρος
πυριήκης
πυρίκαυστος
πυρκαϊή
πύρνον
πυρός
πυροφόρος
πυρπολέω
πυρσός
πύσει
πω
πωλέομαι
View word page
πυριήκης

[πυρί,

dat. of πῦρ + *ἀκή, point.]

Sharpened by fire : μοχλόν Od. 9.387.

ShortDef

fire - pointed, with blazing point

Debugging

Headword:
πυριήκης
Headword (normalized):
πυριήκης
Headword (normalized/stripped):
πυριηκης
IDX:
8256
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8257
Key:

Data

{'content': '<p>[πυρί,</p> <p>dat. of πῦρ + *ἀκή, point.]</p> <p>Sharpened by fire : μοχλόν Od. 9.387.</p>'}