Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

crossref
πύξ
πύξινος
πῦρ
πυρά
πυράγρη
πυρακτέω
πυργηδόν
πύργος
πυργόω
πυρετός
πυρή
πυρηφόρος
πυριήκης
πυρίκαυστος
πυρκαϊή
πύρνον
πυρός
πυροφόρος
πυρπολέω
πυρσός
View word page
πυρετός

-οῦ, ὁ

[πῦρ.]

Fever Il. 22.31.

ShortDef

burning heat, fiery heat

Debugging

Headword:
πυρετός
Headword (normalized):
πυρετός
Headword (normalized/stripped):
πυρετος
IDX:
8253
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8254
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[πῦρ.]</p> <p>Fever Il. 22.31.</p>'}