Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πυλοιγενής
πύματος
crossref
πύξ
πύξινος
πῦρ
πυρά
πυράγρη
πυρακτέω
πυργηδόν
πύργος
πυργόω
πυρετός
πυρή
πυρηφόρος
πυριήκης
πυρίκαυστος
πυρκαϊή
πύρνον
πυρός
πυροφόρος
View word page
πύργος
-ου, ὁ.
ShortDef
a tower
Debugging
Headword:
πύργος
Headword (normalized):
πύργος
Headword (normalized/stripped):
πυργος
IDX:
8251
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8252
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}