Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πυλάρτης
πυλαωρός
πύλη
πυλοιγενής
πύματος
crossref
πύξ
πύξινος
πῦρ
πυρά
πυράγρη
πυρακτέω
πυργηδόν
πύργος
πυργόω
πυρετός
πυρή
πυρηφόρος
πυριήκης
πυρίκαυστος
πυρκαϊή
View word page
πυράγρη

-ης, ἡ

[πῦρ + ἄγρη.]

ShortDef

firetongs

Debugging

Headword:
πυράγρη
Headword (normalized):
πυράγρη
Headword (normalized/stripped):
πυραγρη
IDX:
8248
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8249
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[πῦρ + ἄγρη.]</p>'}