Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πύκα
πυκάζω
πυκιμηδής
πυκινός
πυκινῶς
πυκνός
πυλάρτης
πυλαωρός
πύλη
πυλοιγενής
πύματος
crossref
πύξ
πύξινος
πῦρ
πυρά
πυράγρη
πυρακτέω
πυργηδόν
πύργος
πυργόω
View word page
πύματος

-η, -ον.

ShortDef

hindmost, last

Debugging

Headword:
πύματος
Headword (normalized):
πύματος
Headword (normalized/stripped):
πυματος
IDX:
8242
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8243
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον.</p>'}