Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πυθμήν
πυθόμην
πύθω
πύκα
πυκάζω
πυκιμηδής
πυκινός
πυκινῶς
πυκνός
πυλάρτης
πυλαωρός
πύλη
πυλοιγενής
πύματος
crossref
πύξ
πύξινος
πῦρ
πυρά
πυράγρη
πυρακτέω
View word page
πυλαωρός

[πύλη + ὀρ-, ὄρομαι.]

ShortDef

keeping the gate, a gate-keeper

Debugging

Headword:
πυλαωρός
Headword (normalized):
πυλαωρός
Headword (normalized/stripped):
πυλαωρος
IDX:
8239
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8240
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[πύλη + ὀρ-, ὄρομαι.]</p>'}