Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πυθέσθαι
πυθμήν
πυθόμην
πύθω
πύκα
πυκάζω
πυκιμηδής
πυκινός
πυκινῶς
πυκνός
πυλάρτης
πυλαωρός
πύλη
πυλοιγενής
πύματος
crossref
πύξ
πύξινος
πῦρ
πυρά
πυράγρη
View word page
πυλάρτης

[πύλη + ἀρ-, ἀραρίσκω.]

ShortDef

gate-fastener, he that keeps the gates of hell
Pylartes

Debugging

Headword:
πυλάρτης
Headword (normalized):
πυλάρτης
Headword (normalized/stripped):
πυλαρτης
IDX:
8238
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8239
Key:

Data

{'content': '<p>[πύλη + ἀρ-, ἀραρίσκω.]</p>'}