Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πυγμάχος
πυγμή
πυγούσιος
πύελος
πυθέσθαι
πυθμήν
πυθόμην
πύθω
πύκα
πυκάζω
πυκιμηδής
πυκινός
πυκινῶς
πυκνός
πυλάρτης
πυλαωρός
πύλη
πυλοιγενής
πύματος
crossref
πύξ
View word page
πυκιμηδής
[πύκα + μήδεα1.]
Shrewd in counsel, clever : γραίης Od. 1.438.
ShortDef
of close or cautious mind, shrewd
Debugging
Headword:
πυκιμηδής
Headword (normalized):
πυκιμηδής
Headword (normalized/stripped):
πυκιμηδης
IDX:
8234
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8235
Key:
Data
{'content': '<p>[πύκα + μήδεα1.]</p> <p>Shrewd in counsel, clever : γραίης Od. 1.438.</p>'}