Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πτωχεύω
πτωχός
πυγμαχίη
πυγμάχος
πυγμή
πυγούσιος
πύελος
πυθέσθαι
πυθμήν
πυθόμην
πύθω
πύκα
πυκάζω
πυκιμηδής
πυκινός
πυκινῶς
πυκνός
πυλάρτης
πυλαωρός
πύλη
πυλοιγενής
View word page
πύθω
3 sing. fut. πύσει Il. 4.174.
(κατα-)
ShortDef
to make rot, to rot
Debugging
Headword:
πύθω
Headword (normalized):
πύθω
Headword (normalized/stripped):
πυθω
IDX:
8231
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8232
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. fut. πύσει Il. 4.174.</p> <p>(κατα-)</p>'}