Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πτυκτός
πτύξ
πτύξασα
πτύον
πτύσσω
πτύω
πτώξ
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεύω
πτωχός
πυγμαχίη
πυγμάχος
πυγμή
πυγούσιος
πύελος
πυθέσθαι
πυθμήν
πυθόμην
πύθω
πύκα
View word page
πτωχός

-οῦ, ὁ

[πτώσσω 2.]

A beggar Od. 7.208, Od. 14.400, Od. 16.209, Od. 18.1, etc.

With ἀνήρ: ἄλλος τις π. ἀνήρ Od. 21.327.

ShortDef

beggar, begging, poor

Debugging

Headword:
πτωχός
Headword (normalized):
πτωχός
Headword (normalized/stripped):
πτωχος
IDX:
8222
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8223
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[πτώσσω 2.]</p> <p>A beggar Od. 7.208, Od. 14.400, Od. 16.209, Od. 18.1, etc.</p> <p>With ἀνήρ: ἄλλος τις π. ἀνήρ Od. 21.327.</p>'}