Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύξασα
πτύον
πτύσσω
πτύω
πτώξ
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεύω
πτωχός
πυγμαχίη
πυγμάχος
πυγμή
πυγούσιος
πύελος
πυθέσθαι
πυθμήν
View word page
πτωσκάζω

[πτώσσω.]

=πτώσσω. (1) Il. 4.372.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτωσκάζω
Headword (normalized):
πτωσκάζω
Headword (normalized/stripped):
πτωσκαζω
IDX:
8219
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8220
Key:

Data

{'content': '<p>[πτώσσω.]</p> <p>=πτώσσω. (1) Il. 4.372.</p>'}