Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύξασα
πτύον
πτύσσω
πτύω
πτώξ
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεύω
πτωχός
πυγμαχίη
πυγμάχος
πυγμή
πυγούσιος
πύελος
πυθέσθαι
View word page
πτώξ

πτωκός, ὁ

[πτωκ-, πτώσσω. The cowering or timid animal.]

A hare Il. 17.676.

Joined with λαγωός · πτῶκα λαγωόν Il. 22.310.

ShortDef

the cowering animal

Debugging

Headword:
πτώξ
Headword (normalized):
πτώξ
Headword (normalized/stripped):
πτωξ
IDX:
8218
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8219
Key:

Data

{'content': '<p>πτωκός, ὁ</p> <p>[πτωκ-, πτώσσω. The cowering or timid animal.]</p> <p>A hare Il. 17.676.</p> <p>Joined with λαγωός · πτῶκα λαγωόν Il. 22.310.</p>'}