Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πτολεμίζω
πτολίεθρον
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύξασα
πτύον
πτύσσω
πτύω
πτώξ
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεύω
πτωχός
πυγμαχίη
πυγμάχος
πυγμή
View word page
πτύον
τό. Ablative πτυόφιν.
ShortDef
a winnowing-shovel
Debugging
Headword:
πτύον
Headword (normalized):
πτύον
Headword (normalized/stripped):
πτυον
IDX:
8215
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8216
Key:
Data
{'content': '<p>τό. Ablative πτυόφιν.</p>'}