Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πτοιέω
πτολεμίζω
πτολίεθρον
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύξασα
πτύον
πτύσσω
πτύω
πτώξ
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεύω
πτωχός
πυγμαχίη
πυγμάχος
View word page
πτύξασα
aor. pple. fem. πτύσσω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πτύξασα
Headword (normalized):
πτύξασα
Headword (normalized/stripped):
πτυξασα
IDX:
8214
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8215
Key:
Data
{'content': '<p>aor. pple. fem. πτύσσω.</p>'}