Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πτῆται
πτοιέω
πτολεμίζω
πτολίεθρον
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύξασα
πτύον
πτύσσω
πτύω
πτώξ
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεύω
πτωχός
πυγμαχίη
View word page
πτύξ
πτυχός, ἡ
[πτυχ-, πτύσσω.]
ShortDef
a fold, leaf, plate
Debugging
Headword:
πτύξ
Headword (normalized):
πτύξ
Headword (normalized/stripped):
πτυξ
IDX:
8213
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8214
Key:
Data
{'content': '<p>πτυχός, ἡ</p> <p>[πτυχ-, πτύσσω.]</p>'}