Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πτήσσω
πτῆται
πτοιέω
πτολεμίζω
πτολίεθρον
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύξασα
πτύον
πτύσσω
πτύω
πτώξ
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεύω
πτωχός
View word page
πτυκτός

[πτύσσω.]

ShortDef

folded

Debugging

Headword:
πτυκτός
Headword (normalized):
πτυκτός
Headword (normalized/stripped):
πτυκτος
IDX:
8212
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8213
Key:

Data

{'content': '<p>[πτύσσω.]</p>'}