Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
πτερόν
πτέρυξ
πτήσσω
πτῆται
πτοιέω
πτολεμίζω
πτολίεθρον
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύξασα
πτύον
View word page
πτολεμίζω

πτόλεμος

See πολεμίζω, πολεμιστής, πόλεμος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτολεμίζω
Headword (normalized):
πτολεμίζω
Headword (normalized/stripped):
πτολεμιζω
IDX:
8205
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8206
Key:

Data

{'content': '<p>πτόλεμος</p> <p>See πολεμίζω, πολεμιστής, πόλεμος.</p>'}