Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πταίρω
πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
πτερόν
πτέρυξ
πτήσσω
πτῆται
πτοιέω
πτολεμίζω
πτολίεθρον
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύξασα
View word page
πτοιέω

3 pl. aor. pass. ἐπτοίηθεν. (δια-)

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτοιέω
Headword (normalized):
πτοιέω
Headword (normalized/stripped):
πτοιεω
IDX:
8204
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8205
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. pass. ἐπτοίηθεν. (δια-)</p>'}