Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πρωτοτόκος
πταίρω
πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
πτερόν
πτέρυξ
πτήσσω
πτῆται
πτοιέω
πτολεμίζω
πτολίεθρον
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
View word page
πτῆται
3 sing. aor. subj. πέτομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πτῆται
Headword (normalized):
πτῆται
Headword (normalized/stripped):
πτηται
IDX:
8203
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8204
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. subj. πέτομαι.</p>'}