Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρῶτος
πρωτοτόκος
πταίρω
πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
πτερόν
πτέρυξ
πτήσσω
πτῆται
πτοιέω
πτολεμίζω
πτολίεθρον
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
View word page
πτήσσω

[πτηκ-, Cf. πτώσσω.]

3 sing. aor. πτῆξε Il. 14.40.

3 pl. ἔπτηξαν Od. 8.190.

Pf. pple. πεπτηώς Od. 14.354, Od. 22.362.

Pl. πεπτηῶτες Od. 14.474.

(κατα-, ποτι-, ὑπο-)

ShortDef

to frighten, scare, alarm

Debugging

Headword:
πτήσσω
Headword (normalized):
πτήσσω
Headword (normalized/stripped):
πτησσω
IDX:
8202
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8203
Key:

Data

{'content': '<p>[πτηκ-, Cf. πτώσσω.]</p> <p>3 sing. aor. πτῆξε Il. 14.40.</p> <p>3 pl. ἔπτηξαν Od. 8.190.</p> <p>Pf. pple. πεπτηώς Od. 14.354, Od. 22.362.</p> <p>Pl. πεπτηῶτες Od. 14.474.</p> <p>(κατα-, ποτι-, ὑπο-)</p>'}