Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρωτόγονος
πρωτοπαγής
πρωτόπλοος
πρῶτος
πρωτοτόκος
πταίρω
πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
πτερόν
πτέρυξ
πτήσσω
πτῆται
πτοιέω
πτολεμίζω
πτολίεθρον
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
View word page
πτερόεις

-εντος

[πτερόν.]

ShortDef

feathered, winged

Debugging

Headword:
πτερόεις
Headword (normalized):
πτερόεις
Headword (normalized/stripped):
πτεροεις
IDX:
8199
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8200
Key:

Data

{'content': '<p>-εντος</p> <p>[πτερόν.]</p>'}