Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πρώτιστος
πρωτόγονος
πρωτοπαγής
πρωτόπλοος
πρῶτος
πρωτοτόκος
πταίρω
πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
πτερόν
πτέρυξ
πτήσσω
πτῆται
πτοιέω
πτολεμίζω
πτολίεθρον
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
View word page
πτέρνη
-ης, ἡ.
ShortDef
heel
Debugging
Headword:
πτέρνη
Headword (normalized):
πτέρνη
Headword (normalized/stripped):
πτερνη
IDX:
8198
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8199
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}