Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρών
πρῴρη
πρώτιστος
πρωτόγονος
πρωτοπαγής
πρωτόπλοος
πρῶτος
πρωτοτόκος
πταίρω
πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
πτερόν
πτέρυξ
πτήσσω
πτῆται
πτοιέω
πτολεμίζω
πτολίεθρον
View word page
πτάτο

3 sing. aor. πέτομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτάτο
Headword (normalized):
πτάτο
Headword (normalized/stripped):
πτατο
IDX:
8196
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8197
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. πέτομαι.</p>'}