Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρώϊος
πρών
πρῴρη
πρώτιστος
πρωτόγονος
πρωτοπαγής
πρωτόπλοος
πρῶτος
πρωτοτόκος
πταίρω
πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
πτερόν
πτέρυξ
πτήσσω
πτῆται
πτοιέω
πτολεμίζω
View word page
πταμένη

aor. pple. fem. πέτομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πταμένη
Headword (normalized):
πταμένη
Headword (normalized/stripped):
πταμενη
IDX:
8195
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8196
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pple. fem. πέτομαι.</p>'}