Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρωϊζός
πρώϊος
πρών
πρῴρη
πρώτιστος
πρωτόγονος
πρωτοπαγής
πρωτόπλοος
πρῶτος
πρωτοτόκος
πταίρω
πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
πτερόν
πτέρυξ
πτήσσω
πτῆται
πτοιέω
View word page
πταίρω

3 sing. aor. ἔπταρε. (ἐπι-)

ShortDef

to sneeze

Debugging

Headword:
πταίρω
Headword (normalized):
πταίρω
Headword (normalized/stripped):
πταιρω
IDX:
8194
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8195
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἔπταρε. (ἐπι-)</p>'}