Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρωΘήβης
πρώθηβος
πρῶϊ
πρωϊζός
πρώϊος
πρών
πρῴρη
πρώτιστος
πρωτόγονος
πρωτοπαγής
πρωτόπλοος
πρῶτος
πρωτοτόκος
πταίρω
πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
πτερόν
πτέρυξ
View word page
πρωτόπλοος

-ον

[πρῶτος + πλέω.]

ShortDef

going to sea for the first time; sailing in the front line

Debugging

Headword:
πρωτόπλοος
Headword (normalized):
πρωτόπλοος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπλοος
IDX:
8191
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8192
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[πρῶτος + πλέω.]</p>'}