Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρῴην
πρωΘήβης
πρώθηβος
πρῶϊ
πρωϊζός
πρώϊος
πρών
πρῴρη
πρώτιστος
πρωτόγονος
πρωτοπαγής
πρωτόπλοος
πρῶτος
πρωτοτόκος
πταίρω
πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
πτερόν
View word page
πρωτοπαγής

[πρῶτος + παγ-, πήγνυμι.]

Nom. pl. masc. πρωτοπαγεῖς Il. 5.194.

App., put together for the first time, newly made : δίφροι Il. 5.194, ἄμαξαν Il. 24.267.

ShortDef

just put together, new-made

Debugging

Headword:
πρωτοπαγής
Headword (normalized):
πρωτοπαγής
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπαγης
IDX:
8190
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8191
Key:

Data

{'content': '<p>[πρῶτος + παγ-, πήγνυμι.]</p> <p>Nom. pl. masc. πρωτοπαγεῖς Il. 5.194.</p> <p>App., put together for the first time, newly made : δίφροι Il. 5.194, ἄμαξαν Il. 24.267.</p>'}