Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρυμνωρείη
πρῴην
πρωΘήβης
πρώθηβος
πρῶϊ
πρωϊζός
πρώϊος
πρών
πρῴρη
πρώτιστος
πρωτόγονος
πρωτοπαγής
πρωτόπλοος
πρῶτος
πρωτοτόκος
πταίρω
πταμένη
πτάτο
πτελέη
πτέρνη
πτερόεις
View word page
πρωτόγονος

[πρῶτος + γον-, γεν-, γίγνομαι.]

First-born (of the year) : ἀρνῶν (the firstlings) Il. 4.102=120= Il. 23.864 = 873.

ShortDef

first-born, firstling

Debugging

Headword:
πρωτόγονος
Headword (normalized):
πρωτόγονος
Headword (normalized/stripped):
πρωτογονος
IDX:
8189
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8190
Key:

Data

{'content': '<p>[πρῶτος + γον-, γεν-, γίγνομαι.]</p> <p>First-born (of the year) : ἀρνῶν (the firstlings) Il. 4.102=120= Il. 23.864 = 873.</p>'}