Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνδρόμεος
ἀνδροτής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφόνος
ἀνδύεται
ἀνέβη
ἀνεβήσετο
ἀνεγείρω
ἀνέγναμψαν
ἀνέγνων
ἀνεδέγμεθα
ἀνέδέξατο
ἀνέδρακε
ἀνέδραμε
ἀνέδυ
ἀνεδύσετο
ἀνεέργω
ἀνέζομαι
ἀνέηκε
ἀνείη
ἀνείλετο
View word page
ἀνεδέγμεθα

1 pl. aor. ἀναδέχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεδέγμεθα
Headword (normalized):
ἀνεδέγμεθα
Headword (normalized/stripped):
ανεδεγμεθα
IDX:
818
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.819
Key:

Data

{'content': '<p>1 pl. aor. ἀναδέχομαι.</p>'}