Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνός
πρυμνωρείη
πρῴην
πρωΘήβης
πρώθηβος
πρῶϊ
πρωϊζός
πρώϊος
πρών
πρῴρη
πρώτιστος
πρωτόγονος
πρωτοπαγής
πρωτόπλοος
πρῶτος
πρωτοτόκος
πταίρω
πταμένη
πτάτο
View word page
πρών

πρώονος, ὁ.

ShortDef

a foreland, headland

Debugging

Headword:
πρών
Headword (normalized):
πρών
Headword (normalized/stripped):
πρων
IDX:
8186
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8187
Key:

Data

{'content': '<p>πρώονος, ὁ.</p>'}