Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προχοή
πρόχοος
πρυλής
πρύμνα
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνός
πρυμνωρείη
πρῴην
πρωΘήβης
πρώθηβος
πρῶϊ
πρωϊζός
πρώϊος
πρών
πρῴρη
πρώτιστος
πρωτόγονος
πρωτοπαγής
πρωτόπλοος
πρῶτος
View word page
πρώθηβος

[as πρωΘήβης.]

= πρωΘήβης. Od. 1.431.

ShortDef

in the prime of youth

Debugging

Headword:
πρώθηβος
Headword (normalized):
πρώθηβος
Headword (normalized/stripped):
πρωθηβος
IDX:
8182
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8183
Key:

Data

{'content': '<p>-η</p> <p>[as πρωΘήβης.]</p> <p>= πρωΘήβης. Od. 1.431.</p>'}