Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρόχνυ
προχοή
πρόχοος
πρυλής
πρύμνα
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνός
πρυμνωρείη
πρῴην
πρωΘήβης
πρώθηβος
πρῶϊ
πρωϊζός
πρώϊος
πρών
πρῴρη
πρώτιστος
πρωτόγονος
πρωτοπαγής
πρωτόπλοος
View word page
πρωΘήβης

[πρῶτος + ἥβη.]

ShortDef

in the prime of youth

Debugging

Headword:
πρωΘήβης
Headword (normalized):
πρωθήβης
Headword (normalized/stripped):
πρωθηβης
IDX:
8181
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8182
Key:

Data

{'content': '<p>[πρῶτος + ἥβη.]</p>'}