Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προφυγών
προχέω
πρόχνυ
προχοή
πρόχοος
πρυλής
πρύμνα
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνός
πρυμνωρείη
πρῴην
πρωΘήβης
πρώθηβος
πρῶϊ
πρωϊζός
πρώϊος
πρών
πρῴρη
πρώτιστος
πρωτόγονος
View word page
πρυμνωρείη

-ης, ἡ

[πρυμνός + ὄρος.]

ShortDef

foot of a mountain

Debugging

Headword:
πρυμνωρείη
Headword (normalized):
πρυμνωρείη
Headword (normalized/stripped):
πρυμνωρειη
IDX:
8179
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8180
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[πρυμνός + ὄρος.]</p>'}