Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προφέρω
προφεύγω
προφρονέως
πρόφρων
προφυγών
προχέω
πρόχνυ
προχοή
πρόχοος
πρυλής
πρύμνα
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνός
πρυμνωρείη
πρῴην
πρωΘήβης
πρώθηβος
πρῶϊ
πρωϊζός
πρώϊος
View word page
πρύμνα

[πρυμνός.]

ShortDef

the hindmost part of a ship, the stern, poop

Debugging

Headword:
πρύμνα
Headword (normalized):
πρύμνα
Headword (normalized/stripped):
πρυμνα
IDX:
8175
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8176
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[πρυμνός.]</p>'}