Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προὔχω
προφαίνω
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφρονέως
πρόφρων
προφυγών
προχέω
πρόχνυ
προχοή
πρόχοος
πρυλής
πρύμνα
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνός
πρυμνωρείη
πρῴην
πρωΘήβης
View word page
πρόχνυ

App., utterly : ὀλέσθαι Od. 14.69. Cf. Il. 21.460.

App., of sitting, full on the ground, with limbs extended on the ground : καθεζομένη Il. 9.570.

ShortDef

with the knees forward

Debugging

Headword:
πρόχνυ
Headword (normalized):
πρόχνυ
Headword (normalized/stripped):
προχνυ
IDX:
8171
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8172
Key:

Data

{'content': '<p>App., utterly : ὀλέσθαι Od. 14.69. Cf. Il. 21.460.</p> <p>App., of sitting, full on the ground, with limbs extended on the ground : καθεζομένη Il. 9.570.</p>'}