Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προὔτυψε
προὔφαινον
προὔχω
προφαίνω
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφρονέως
πρόφρων
προφυγών
προχέω
πρόχνυ
προχοή
πρόχοος
πρυλής
πρύμνα
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνός
πρυμνωρείη
View word page
προφυγών
aor. pple. προφεύγω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προφυγών
Headword (normalized):
προφυγών
Headword (normalized/stripped):
προφυγων
IDX:
8169
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8170
Key:
Data
{'content': '<p>aor. pple. προφεύγω.</p>'}