Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασίη
ἀνδρόμεος
ἀνδροτής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφόνος
ἀνδύεται
ἀνέβη
ἀνεβήσετο
ἀνεγείρω
ἀνέγναμψαν
ἀνέγνων
ἀνεδέγμεθα
ἀνέδέξατο
ἀνέδρακε
ἀνέδραμε
ἀνέδυ
ἀνεδύσετο
ἀνεέργω
ἀνέζομαι
ἀνέηκε
View word page
ἀνέγναμψαν

3 pl. aor. ἀναγνάμπτω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνέγναμψαν
Headword (normalized):
ἀνέγναμψαν
Headword (normalized/stripped):
ανεγναμψαν
IDX:
816
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.817
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. ἀναγνάμπτω.</p>'}