Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προτύπτω
προὔθηκε
προὔπεμψα
προὔτυψε
προὔφαινον
προὔχω
προφαίνω
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφρονέως
πρόφρων
προφυγών
προχέω
πρόχνυ
προχοή
πρόχοος
πρυλής
πρύμνα
πρύμνηθεν
View word page
προφεύγω

[προ- 1.]

3 sing. aor. subj. προφύγῃ Il. 14.81.

2 sing. opt. προφύγοισθα Od. 22.325.

Pple. προφυγών, -όντος Il. 7.502, Il. 6.309 : Od. 11.107.

Infin. προφυγεῖν Il. 11.340.

ShortDef

to flee forwards, flee away

Debugging

Headword:
προφεύγω
Headword (normalized):
προφεύγω
Headword (normalized/stripped):
προφευγω
IDX:
8166
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8167
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1.]</p> <p>3 sing. aor. subj. προφύγῃ Il. 14.81.</p> <p>2 sing. opt. προφύγοισθα Od. 22.325.</p> <p>Pple. προφυγών, -όντος Il. 7.502, Il. 6.309 : Od. 11.107.</p> <p>Infin. προφυγεῖν Il. 11.340.</p>'}