Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προτροπάδην
προτύπτω
προὔθηκε
προὔπεμψα
προὔτυψε
προὔφαινον
προὔχω
προφαίνω
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφρονέως
πρόφρων
προφυγών
προχέω
πρόχνυ
προχοή
πρόχοος
πρυλής
πρύμνα
View word page
προφέρω
[προ- 1.]
ShortDef
to bring before
Debugging
Headword:
προφέρω
Headword (normalized):
προφέρω
Headword (normalized/stripped):
προφερω
IDX:
8165
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8166
Key:
Data
{'content': '<p>[προ- 1.]</p>'}