προφερής
[προφέρω (with προ- 2). Borne in front.]
Comp. προφερέστερος, -η, better, more skilled or serviceable : ἐμεῖο προφερέστεροι Od. 21.134. Cf. Il. 10.352 : Od. 8.221.
Superl. προφερέστατος, the best, the most skilled : ἅλματι πάντων προφερέστατος ἦεν (at . . ., in . . .) Od. 8.128.