Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προτρέπω
προτροπάδην
προτύπτω
προὔθηκε
προὔπεμψα
προὔτυψε
προὔφαινον
προὔχω
προφαίνω
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφρονέως
πρόφρων
προφυγών
προχέω
πρόχνυ
προχοή
πρόχοος
πρυλής
View word page
προφερής

[προφέρω (with προ- 2). Borne in front.]

Comp. προφερέστερος, -η, better, more skilled or serviceable : ἐμεῖο προφερέστεροι Od. 21.134. Cf. Il. 10.352 : Od. 8.221.

Superl. προφερέστατος, the best, the most skilled : ἅλματι πάντων προφερέστατος ἦεν (at . . ., in . . .) Od. 8.128.

ShortDef

carried before, placed before, excelling

Debugging

Headword:
προφερής
Headword (normalized):
προφερής
Headword (normalized/stripped):
προφερης
IDX:
8164
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8165
Key:

Data

{'content': '<p>[προφέρω (with προ- 2). Borne in front.]</p> <p>Comp. προφερέστερος, -η, better, more skilled or serviceable : ἐμεῖο προφερέστεροι Od. 21.134. Cf. Il. 10.352 : Od. 8.221.</p> <p>Superl. προφερέστατος, the best, the most skilled : ἅλματι πάντων προφερέστατος ἦεν (at . . ., in . . .) Od. 8.128.</p>'}