Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρότονοι
προτρέπω
προτροπάδην
προτύπτω
προὔθηκε
προὔπεμψα
προὔτυψε
προὔφαινον
προὔχω
προφαίνω
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφρονέως
πρόφρων
προφυγών
προχέω
πρόχνυ
προχοή
πρόχοος
View word page
πρόφασις

[προ- 1 + φα-, φημί.]

ShortDef

that which is alleged as the cause, an allegation, plea

Debugging

Headword:
πρόφασις
Headword (normalized):
πρόφασις
Headword (normalized/stripped):
προφασις
IDX:
8163
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8164
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[προ- 1 + φα-, φημί.]</p>'}