Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προτιβάλλω
προτιειλέω
προτιεῖπον
προτίθημι
προτιμυθέομαι
προτιόσσομαι
πρότμησις
πρότονοι
προτρέπω
προτροπάδην
προτύπτω
προὔθηκε
προὔπεμψα
προὔτυψε
προὔφαινον
προὔχω
προφαίνω
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
View word page
προτύπτω

[προ- 1.]

3 sing. aor. προὔτυψε Od. 24.319.

3 pl. προὔτυψαν Il. 13.136, Il. 15.306, Il. 17.262.

To dash or press forwards : τρῶες προὔτυψαν ἀολλέες Il. 13.136= Il. 15.306= Il. 17.262.

Of passion : ἀνὰ ῥῖνας δριμὺ μένος προὔτυψεν (burst forth) Od. 24.319.

ShortDef

to press forwards

Debugging

Headword:
προτύπτω
Headword (normalized):
προτύπτω
Headword (normalized/stripped):
προτυπτω
IDX:
8156
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8157
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1.]</p> <p>3 sing. aor. προὔτυψε Od. 24.319.</p> <p>3 pl. προὔτυψαν Il. 13.136, Il. 15.306, Il. 17.262.</p> <p>To dash or press forwards : τρῶες προὔτυψαν ἀολλέες Il. 13.136= Il. 15.306= Il. 17.262.</p> <p>Of passion : ἀνὰ ῥῖνας δριμὺ μένος προὔτυψεν (burst forth) Od. 24.319.</p>'}