Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρός
προτιάπτω
προτιβάλλω
προτιειλέω
προτιεῖπον
προτίθημι
προτιμυθέομαι
προτιόσσομαι
πρότμησις
πρότονοι
προτρέπω
προτροπάδην
προτύπτω
προὔθηκε
προὔπεμψα
προὔτυψε
προὔφαινον
προὔχω
προφαίνω
πρόφασις
προφερής
View word page
προτρέπω

[προ- 1.]

3 sing. aor. subj. mid. προτράπηται Od. 11.18.

Opt. προτραποίμην Od. 12.381.

Infin. προτραπέσθαι Il. 7.336.

In mid.

ShortDef

to urge forwards

Debugging

Headword:
προτρέπω
Headword (normalized):
προτρέπω
Headword (normalized/stripped):
προτρεπω
IDX:
8154
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8155
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1.]</p> <p>3 sing. aor. subj. mid. προτράπηται Od. 11.18.</p> <p>Opt. προτραποίμην Od. 12.381.</p> <p>Infin. προτραπέσθαι Il. 7.336.</p> <p>In mid.</p>'}