Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προτάμνω
πρότερος
προτέρω
προτεύχω
πρός
προτιάπτω
προτιβάλλω
προτιειλέω
προτιεῖπον
προτίθημι
προτιμυθέομαι
προτιόσσομαι
πρότμησις
πρότονοι
προτρέπω
προτροπάδην
προτύπτω
προὔθηκε
προὔπεμψα
προὔτυψε
προὔφαινον
View word page
προτιμυθέομαι

[προτι-, προσ- 2.]

To speak to, address.

With acc. : ἑὸν υἱὸν προτιμυθήσασθαι Od. 11.143.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προτιμυθέομαι
Headword (normalized):
προτιμυθέομαι
Headword (normalized/stripped):
προτιμυθεομαι
IDX:
8150
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8151
Key:

Data

{'content': '<p>[προτι-, προσ- 2.]</p> <p>To speak to, address.</p> <p>With acc. : ἑὸν υἱὸν προτιμυθήσασθαι Od. 11.143.</p>'}