Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρόσωπον
προτάμνω
πρότερος
προτέρω
προτεύχω
πρός
προτιάπτω
προτιβάλλω
προτιειλέω
προτιεῖπον
προτίθημι
προτιμυθέομαι
προτιόσσομαι
πρότμησις
πρότονοι
προτρέπω
προτροπάδην
προτύπτω
προὔθηκε
προὔπεμψα
προὔτυψε
View word page
προτίθημι

[προ- 2.]

3 pl. impf. πρότιθεν Od. 1.112.

3 sing. aor. προὔθηκε Il. 24.409.

To set or place before one : ἦέ μιν ᾖσι κυσὶ προὔθηκεν Il. 24.409 : τραπέζας (set ready for the feast) Od. 1.112.

ShortDef

to place before, to propose, to prefer

Debugging

Headword:
προτίθημι
Headword (normalized):
προτίθημι
Headword (normalized/stripped):
προτιθημι
IDX:
8149
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8150
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 2.]</p> <p>3 pl. impf. πρότιθεν Od. 1.112.</p> <p>3 sing. aor. προὔθηκε Il. 24.409.</p> <p>To set or place before one : ἦέ μιν ᾖσι κυσὶ προὔθηκεν Il. 24.409 : τραπέζας (set ready for the feast) Od. 1.112.</p>'}