Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προσφύω
προσφωνέω
πρόσωπον
προτάμνω
πρότερος
προτέρω
προτεύχω
πρός
προτιάπτω
προτιβάλλω
προτιειλέω
προτιεῖπον
προτίθημι
προτιμυθέομαι
προτιόσσομαι
πρότμησις
πρότονοι
προτρέπω
προτροπάδην
προτύπτω
προὔθηκε
View word page
προτιειλέω

[προτι-, προσ- 3.]

To force to take, drive into, a specified course : ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατόφι Il. 10.347.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προτιειλέω
Headword (normalized):
προτιειλέω
Headword (normalized/stripped):
προτιειλεω
IDX:
8147
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8148
Key:

Data

{'content': '<p>[προτι-, προσ- 3.]</p> <p>To force to take, drive into, a specified course : ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατόφι Il. 10.347.</p>'}