Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρόσφημι
προσφυής
προσφύω
προσφωνέω
πρόσωπον
προτάμνω
πρότερος
προτέρω
προτεύχω
πρός
προτιάπτω
προτιβάλλω
προτιειλέω
προτιεῖπον
προτίθημι
προτιμυθέομαι
προτιόσσομαι
πρότμησις
πρότονοι
προτρέπω
προτροπάδην
View word page
προτιάπτω

[προτι-, προσ- 1.]

To attach to.

With dat. Of something immaterial : τόδε κῦδος Ἀχιλλῆϊ προτιάπτω (grant it to him) Il. 24.110.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προτιάπτω
Headword (normalized):
προτιάπτω
Headword (normalized/stripped):
προτιαπτω
IDX:
8145
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8146
Key:

Data

{'content': '<p>[προτι-, προσ- 1.]</p> <p>To attach to.</p> <p>With dat. Of something immaterial : τόδε κῦδος Ἀχιλλῆϊ προτιάπτω (grant it to him) Il. 24.110.</p>'}