Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρόσφατος
πρόσφημι
προσφυής
προσφύω
προσφωνέω
πρόσωπον
προτάμνω
πρότερος
προτέρω
προτεύχω
πρός
προτιάπτω
προτιβάλλω
προτιειλέω
προτιεῖπον
προτίθημι
προτιμυθέομαι
προτιόσσομαι
πρότμησις
πρότονοι
προτρέπω
View word page
πρός

[cf. πρός, ποτί.]

ShortDef

(w. gen.) from; (w. dat.) at, near, in addition to; (w. acc.) to, toward, regarding

Debugging

Headword:
πρός
Headword (normalized):
πρός
Headword (normalized/stripped):
προς
IDX:
8144
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8145
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. πρός, ποτί.]</p>'}