Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

προσφάσθαι
πρόσφατος
πρόσφημι
προσφυής
προσφύω
προσφωνέω
πρόσωπον
προτάμνω
πρότερος
προτέρω
προτεύχω
πρός
προτιάπτω
προτιβάλλω
προτιειλέω
προτιεῖπον
προτίθημι
προτιμυθέομαι
προτιόσσομαι
πρότμησις
πρότονοι
View word page
προτεύχω

[προ- 1.]

Pf. infin. pass. προτετύχθαι.

ShortDef

to do beforehand

Debugging

Headword:
προτεύχω
Headword (normalized):
προτεύχω
Headword (normalized/stripped):
προτευχω
IDX:
8143
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8144
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1.]</p> <p>Pf. infin. pass. προτετύχθαι.</p>'}