Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
προστήσας
προστίθημι
προσφάσθαι
πρόσφατος
πρόσφημι
προσφυής
προσφύω
προσφωνέω
πρόσωπον
προτάμνω
πρότερος
προτέρω
προτεύχω
πρός
προτιάπτω
προτιβάλλω
προτιειλέω
προτιεῖπον
προτίθημι
προτιμυθέομαι
προτιόσσομαι
View word page
πρότερος
-η, -ον
[comp. fr. πρό.]
ShortDef
before, earlier
Debugging
Headword:
πρότερος
Headword (normalized):
πρότερος
Headword (normalized/stripped):
προτερος
IDX:
8141
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8142
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[comp. fr. πρό.]</p>'}